- άγερτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει γείρει, όρθιος: Ο πύργος στεκόταν πάντα άγερτος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
άγερτος — και άγειρτος, η, ο αυτός που δεν γέρνει, όρθιος, ευθύς, αλύγιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + γειρτός, γερτός < γέρνω] … Dictionary of Greek
άγειρτος — η, ο βλ. άγερτος … Dictionary of Greek
λιναγερτουμένη — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνημμένη λινά, κακοείμων, λινεργοῡσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πιθ. ἀγερτός < ἀγείρω «συλλέγω, μαζεύω»] … Dictionary of Greek